- πτεροβόλος
- πτερο-βόλος, die Federn verlierend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πτεροβόλος — ον, ΜΑ (για άγγελο) φτερωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + βόλος (< βάλλω), πρβλ. πυρο βόλος] … Dictionary of Greek
πτεροβολώ — έω, ΜΑ [πτεροβόλος] πτεροφυώ … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek